υοεπιγλωττικός

υοεπιγλωττικός
-ή, -ό, Ν
υοεπιγλωττιδικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υο-ειδής + επιγλωττίς, -ίδος. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δημ. Α. Μαυροκορδάτο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”